προσηλιάζω

προσηλιάζω
ΝΜ [προσήλιος]
εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσηλιάζω — προσήλιασα, προσηλιάστηκα, προσηλιασμένος 1. αφήνω κάτι στον ήλιο, ηλιάζω και λιάζω. 2. το μέσ., προσηλιάζομαι μένω στον ήλιο, λιάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηλίαση — η, Ν 1. η έκθεση στον ήλιο, το λιάσιμο 2. αστρον. η στροφή προς τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλίασις, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • προσηλιασμός — ο, Ν [προσηλιάζω] η έκθεση στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἥλιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”